Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Παρέλαση








Πάνω απ' τις εξέδρες των ''επισήμων''
ένα μοναχικό δωμάτιο
Μοναχικό, μα φωτεινό -το μόνο στην πολυκατοικία.
Ένας άνδρας σκυφτός στο γραφείο του
(να γράφει άραγε για την παρέλαση;)
Και τι να γράψει κανείς γι' αυτήν.
Μπαίνει στο δωμάτιο μια φιγούρα αλλιώτικη
είναι γυναίκα
ο άντρας σηκώνεται απότομα και ρίχνει βιαστικά στο συρτάρι αυτό που έγραφε.
Η γυναίκα φεύγει.
Ο άντρας φεύγει.
Το φως σβήνει.
Η εξέδρα μένει.
Μένει και η βροχή.





Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015









Κρύβεται


Στη ματιά που αναζητεί ευχαριστίες ένας δήθεν ευεργέτης
Στην ανάληψη πολιτικής ευθύνης του δολοφονικού τους φασισμού
Στο χέρι που χρηματίζεται κι έπειτα δίχως ντροπή αγκαλιάζει
Στα λόγια που λέγονται και ποτέ δεν εννοούνται
Στα λόγια που δε λέγονται παρά μόνο εν απουσία σου
Στη γλώσσα που δε γλείφει παγωτά και κορμιά, αλλά αφτιά και μυαλά
Στα μυαλά που μάλλον δε θυμίζουν πια μυαλά
Στο γέλιου αυτού που κοροϊδεύει
Στην αδιαφορία αυτού που ''δεν τον αφορά''


Κρύβεται

ο θάνατος της ελπίδας.






Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

ΑΔΙΕΞΟΔΟ





Ίσως αν αδειάζαμε μερικές στάλες πόθου απ’ τις επιθυμίες μας,
τότε να τις εκφράζαμε πιο εύκολα.
Ίσως τότε
να φωνάζαμε
και να παλεύαμε
πιο δυνατά και πιο θαρραλέα,
για κάτι που δε μας στοιχειώνει πριν κοιμηθούμε.
Για κάτι που δεν αγαπούμε.
Για έναν καναπέ βολικό και βαρετό.
Για έναν καναπέ που δεν καίει
και δεν έχει πόδια
για να φύγει.
ή για να ταξιδέψει τη σκέψη μας
σε μονοπάτια παραδεισένια
ή σε λεωφόρους ατελείωτες,

με κύκλωπες και λαιστρυγόνες. 







Το φιλί σου με ξεγελάει
Με κάνει να νομίζω πως για λίγο γίνομαι νέα
Μα δεν είμαι.
Στο σώμα μου κατοικούν ρίζες αιώνιες και με κατασπαράσσουν σαν κισσός,
μέρα με τη μέρα.
Έρχονται πόνοι απ' όλες τις πτυχές του κορμιού μου
και με χτυπούν ανελέητα
θυμίζοντας μου τη φθορά.
Θέλω να φύγει ο πόνος,
έστω για λίγο.
Φίλα με,
έστω για λίγο.

Το ψέμα είναι γλυκό, ακόμα κι όταν το γνωρίζεις.








Ψέματα λένε

«Γειά, τι κάνεις;», «καλά, εσύ;». Πριν καν προλάβεις να ολοκληρώσεις τη λέξη «εσύ» ο ευγενικός φίλος που μόλις σε χαιρέτησε έχει ήδη απομακρυνθεί κοντά στα δύο εκτάρια. Μερικές φορές που θα τύχει να' ναι στις καλές του, ίσως μουρμουρίσει μέσα απ' τα δόντια του ένα «καλά κι εγώ», το οποίο πιο πιθανό είναι να ακούσει ο πλανόδιος πωλητής λαχανοκόφτη – βλέπω πολλούς τώρα τελευταία, παρά εσύ. 

Αλλά μην παραπονιέσαι. Κι εσύ λες πως είσαι καλά χωρίς να είσαι. Έπειτα έρχονται τα γενέθλιά σου. «Χρόνια πολλά». Κι εσύ να ευχαριστείς.
 Τώρα πια δεν έχεις μόνο τις θείες που σε ζητούν στο τηλέφωνο- αφού πρώτα μάθουν όλα τα κουτσομπολιά απ' τη μαμά, για να σου ευχηθούν και να ρωτήσουν πώς τα πας με τη σχολή. Βέβαια πάντα τους διαφεύγει σε ποια ρημάδα σχολή είσαι.
 Τώρα, αγαπητέ μου, έχεις και το facebook. Γιατί, άντε, με τα τηλέφωνα την ψιλοέβγαζες. Τη μία έλειπες, την άλλη ήσουν στο μπάνιο. Εδώ σε θέλω όμως, στο facebook! Αλλά μην παραπονιέσαι. Κι εσύ εύχεσαι πού και πού από υποχρέωση.  

 Μετά λοιπόν σε αγαπάνε. «Σ' αγαπώ», σου λένε, «Σε πιστεύω». «Κι εγώ σ' αγαπώ», λες, και μερικές φορές μπορεί και να το πιστεύεις.
 Μα δεν το σκέφτεσαι και πολύ, δεν έχει μεγάλη διαφορά. Απλά το λες, όπως απλά στο λεν', και όλα κυλούν αργά απλώς για να κυλούν, κι όταν το συνειδητοποιείς είναι αργά. Όμως δε φταίνε αυτοί που απουσιάζουν όντας παρόντες, αυτοί σ' αγαπούν.

 Αλλά να παραπονιέσαι. Ψέματα λένε, που είπε και ο Παύλος...

25η ώρα

Κάθεσαι  λοιπόν στο παράθυρο σου και κοιτάς απέναντι. Κοιτάς το κενό. Η διορία που σου έδωσαν ήταν ξεκάθαρη: « Έχεις 24 ώρες ν’ αποφασίσεις».  Αν είχες άλλη μία ώρα…  Την 25η ώρα.
Αλλά από μικρή έτσι ήσουν. Τα’ θελες όλα, κι όλα από λίγο. Αναποφάσιστη. «Πώς να σου κάνω τα μαλλιά;» σε ρωτούσε η μαμά. «Μισά- μισά», έλεγες μετά από σκέψη. Έτσι θα είχες τα μισά πάνω και τα μισά κάτω, λίγο απ’ όλα δηλαδή. Και τίποτα ολόκληρο. Τι να σου βάλω στην αυγό- φετα , τυρί ή μέλι; Μα, φυσικά μία με τυρί και μία με μέλι. Κι ύστερα, ύστερα μεγάλωσες. Ποιόν θέλεις τον τάδε ή το δείνα;  Εννοείται  και  τους δύο. Και κάπου εκεί έχασες την μπάλα. Κάπου εκεί, ανάμεσα στην ανεπάρκεια του ενός κι αυτή του άλλου. Κάπου εκεί κατάλαβες  πως δε σου αρκεί πια το μισό-μισό και  πως θέλεις ένα ολόκληρο. Ωχ. Ήρθε η ώρα ν’ αποφασίσεις. Κι όταν αποφάσισες  είδες  πως το μισό ολόκληρο δε γίνεται, βολεύτηκε. Ας  το διάλεγες όταν έπρεπε, θα σου πουν.  Και τότε ασφυξία. Και μετά πέφτεις. Μα η ζωή κυλά. Διαβάζεις στο ίντερνετ και το φεισμπουκάκι  τα νέα του κόσμου και  των φίλων και των γνωστών. Ασανσέρ που θα φτάνει στο διάστημα οι Ιάπωνες, τα δέκα ρούχα που δεν επιτρέπεται να φορέσεις στο πρώτο ραντεβού, η Μαίρη τα έφτιαξε με τον Αντώνη  και κάνε το τεστ για να δεις πόσο ψυχοπαθής είσαι. Ο χρόνος δεν παγώνει. Το λεμόνι παγώνει αλλά το παγώνι δεν «λεμόνει».  Τι να κάνεις, συνεχί-ζεις, μισοζείς ή κάτι ενδιάμεσο. Σπίτι-δουλεία-καφέδες-υποχρεώσεις-σινεμά. Και το μόνο που θέλεις είναι μία ώρα ακόμη. Μία ώρα, βρε αδελφέ, για να κλάψεις και να θυμηθείς. Να θυμηθείς και να κλάψεις. Γιατί δεν πρόλαβες. Γιατί δε σ’ άφησαν, γιατί δε σ’ άφησες.
Κοιτάς το ρολόι, η διορία τέλειωσε. Εμπρός  λοιπόν, σε περιμένουν.

Με ζωγράφισα

«Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε το Παράδεισο και μπες μέσα», Ν. Καζαντζάκης.
Ο άνθρωπος, εσύ κι εγώ, ως ένας ζωγράφος, ένας καλλιτέχνης που βάζει στόχο να δημιουργήσει έναν πίνακα, μια ζωγραφιά τόσο όμορφη, που θα μοιάζει με τον «Παράδεισο».
Η ζωγραφιά αυτή θα συμβολίζει τη ζωή του(;). Τα πινέλα και τα χρώματα είναι τα μέσα. Ο κάθε ζωγράφος όμως είναι ελεύθερος να επιλέξει ποια από τα διάφορα μεγέθη των πινέλων θα χρησιμοποιήσει και με ποια από την πλούσια παλέτα χρώματα θα στολίσει το λευκό καμβά του. 
Το ερώτημα όμως είναι πώς θα απεικονίσει ο καθένας τον «Παράδεισό» του. Αρχίζουμε λοιπόν και πλάθουμε πρώτα με τη φαντασία μας τις διάφορες παραστάσεις και μορφές- στη ζωή κάνουμε όνειρα και σχέδια. Έπειτα, διαλέγουμε τα πινέλα και τα χρώματα- τα μέσα και τους τρόπους- και ξεκινάμε να ζωγραφίζουμε. 
Καθώς δημιουργούμε τις διάφορες μορφές και παραστάσεις- αποφασίζοντας, πράττοντας, βιώνοντας ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές και καταστάσεις, ο «Παράδεισός» μας σιγά-σιγά σχηματίζεται. 
Αν κάνεις ένα βήμα πίσω για να παρατηρήσεις τον πίνακά σου, θα δεις τα κομμάτια της ζωής σου ενωμένα με τον τρόπο που εσύ θέλησες να τα ενώσεις. Τι είναι αυτό που σε οδήγησε να τα ενώσεις με αυτόν τον μοναδικό τρόπο; 
Το κάθε τι που κάνεις, που βλέπεις, που γνωρίζεις, που νιώθεις, ο κάθε άνθρωπος με τον οποίο αλληλεπιδράς σου δίνει κάτι. 
Το «κάτι» είναι και πάλι δική σου επιλογή, όμως ποτέ δεν παύει να είναι κάτι. 
Όλα αυτά τα «κάτι» κάνουν εσένα. 
Στη ζωγραφιά σου ενώνεις τα ‘κάτι» και δημιουργείς τον Παράδεισο- ζωή σου ή μήπως τον ίδιο σου τον εαυτό; Ο «Παράδεισος» είναι άραγε μέρος ή κρύβεται μέσα στον καθένα από εμάς; 
Ίσως την απάντηση να δίνει ο Μπόρχες, στον επίλογο του «Ποιητή», όταν λέει: 
«Ένας άνθρωπος βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με εικόνες από επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους, καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία, άστρα, άλογα κι ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει, ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την εικόνα του προσώπου του». 

Του άη-Βάλενταϊν - Καληνύχτα Κεμάλ

Εκεί στη βρώμικη στάση του λεωφορείου που περιμένεις (προφανώς το λεωφορείο, αλλά μπορεί και όχι) και σ’ έχει τυφλώσει ο ήλιος -χαμογελάς που βιώνεις τη βλακεία που λένε οι γιαγιάδες και οι θείες και χαίρονται, «ήλιος με δόντια», βλέπεις έναν τύπο να περιφέρεται ανάμεσα στους υπομονετικούς (καταραμένε ΟΑΣΘ κ.τ.λ.) και να μιλάει μόνος του.
Οι ευγενικοί θα τον χαρακτήριζαν ηλικιωμένο. Ένας λοιπόν αλλόκοτος γέρος, πιθανότατα ημίτρελος, να μουρμουρίζει. Κανείς δεν του δίνει σημασία, όπως συνηθίζεται με του ‘τρελούς’, αλλά ξαφνικά αρχίζει να μιλάει πιο δυνατά και καθαρά:
«Τώρα δε ζητάτε εργασία. Ζητάτε απασχόληση. Απασχόληση για να αναπνέω. Ούτε να ζω, ούτε να πεθαίνω. Απασχολείσαι για να μην πεθάνεις. Αλλά δε ζεις». Και η κατακλείδα των (τρελών;) συνειρμών του: «Οι νέοι πρέπει να επαναστατήσουν».
Οι νέοι, κύριέ μου, έχουν υπολογιστές και τηλεοράσεις και καφετέριες και κλαμπ (σάντουιτς). Οι νέοι πρέπει να κοιμηθούν και ουδεμία σχέση έχουν με τον Τσε, όπως οραματίζεστε. Πηγαίνουν σε όμορφα καφέ και παραγγέλνουν τσάγια με περίεργα ονόματα: Κόκκινη Πλατεία, Αλεξανδρινή Συμφωνία, Τζέκινς Χαν και Κουρεμένο Αυγό.
Κι έπειτα πηγαίνουν στον καμπινέ, το μέρος, καλά ντε στην τουαλέτα (ε τι; Τόσο τσάι!). Κι εκεί στο ραφάκι βλέπουν ένα ορθογραφικό λεξικό της νεοελληνικής, ένα ρώσικο βιβλίο με αξιοθέατα κι ένα μαγειρικό, για τη σοκολάτα. Άντε πες εσύ σε τι θα μπορούσαν να χρησιμέψουν αυτά εκεί μέσα.
Το θέμα είναι ότι είδες τη σοκολάτα (το βιβλίο) και θυμήθηκες κάτι ωραίες καρδούλες παστούλες που είδες το πρωί στο ζαχαροπλαστείο. Καρδούλες; Σωστά, είναι του άη Βαλεντίνου σήμερα, σου διέφυγε. Ασχολίαστο, καλύτερα.
Δε χωράει λοιπόν καμία επανάσταση, κύριε τρελέ μου. Και είναι η ώρα για ύπνο. Αυτός ο κόσμος δε θ’ αλλάξει ποτέ.

Φιλί λεμόνι

Πάψε να ζεις με αναμνήσεις, ενθυμήσεις, υποκύψεις- μην υποκύψεις. 
Διότι η μια σκέψη φέρνει την άλλη και οι δυο το δάκρυ.
Και μπλα μπλα μπλα. Έτσι σου λένε. Έτσι έμαθες.
Δάκρυ, λυγμός, κλάμα. Κλάψε! Για κάτι που έζησες. Ξέσπασε.
Ονόμασε το πρόβλημά σου και βγες στο μπαλκόνι και φώναξε το- φυσικά όχι εν ωρα κοινής ησυχίας. Θες να θυμάσαι; Κάν'το. Κι  ασ' τους να λένε. 
 
Γιατί οι αναμνήσεις είναι το παρελθόν κι οι εμπειρίες μας και ειν' αυτές που μας δημιουργούν απ' την αρχή. Μην αρνείσαι αυτά που έζησες, μην αρνείσαι τον εαυτό σου. 
Αισθήσεις, αναμνήσεις.
 
Όσφρηση, αφή, όραση, ακοή, γεύση. 
 
 Η μυρωδιά του ελληνικού καφέ στο μπλε βάζο
Η αίσθηση της αγκαλιάς μ' έναν αγαπημένο που δε σμίξατε για μέρες
Η εικόνα ενός παιδιού να γελά με δακρυσμένα μάτια 
Ο ήχος της βροχής ένα χειμωνιάτικο απόγευμα
Και η γεύση του φιλιού του, φιλί λεμόνι...

Καρδιές από βαμβάκι

Τότε που ήμασταν μικροί. Βγαίναμε στη γειτονιά να παίξουμε με τους φίλους μας και το μόνο που φοβόμασταν ήταν να μην περάσει γρήγορα η ώρα και να πρέπει να φύγουμε.
Τότε, που μαλώναμε με τον διπλανό μας στο σχολείο στο πρώτο διάλειμμα και την επόμενη ώρα που είχαμε Μαθηματικά μας έβγαζε έξω μαζί η δασκάλα επειδή κακαρίζαμε με το τούβλο τον Γιάννη που δεν ήξερε να λύσει την άσκηση.
Τότε που αγαπούσαμε τον Δημητράκη κι αυτός μας έστελνε χαρτάκι με την ερώτηση «θες να τα φτιάξουμε;» κι εμείς κοκκινίζαμε και δεν απαντούσαμε.
Τότε που κλαίγαμε με τις φακές κι ήμασταν ευτυχισμένοι με τις πατάτες τηγανιτές.
Τότε που κατουριόμασταν το βράδυ και δεν σηκωνόμασταν επειδή φοβόμασταν το σκοτάδι.
Τότε που είχαμε ένα παιχνίδι αγαπημένο και το κουβαλούσαμε παντού μαζί μας.
Τότε, που ονειρευόμασταν τι θα γίνουμε όταν μεγαλώσουμε.
Μεγαλώσαμε.
Τώρα που είμαστε μεγάλοι βγαίνουμε και η μόνη μας έγνοια είναι να μην περάσει αργά η ώρα και βαρεθούμε ή μήπως δεν φύγουμε στην ώρα μας, που από πριν αποφασίσαμε.
Τώρα μαλώνουμε και κάνουμε μήνες να ξαναμιλήσουμε- κι αυτό πάλι άβολο μας φαίνεται.
Τώρα αγαπάμε (ερωτηματικό).
Τώρα δεν μας απασχολούν τα φαγητά και τα σκοτάδια και τα αγαπημένα και τα όνειρα.
Έχουμε άλλα τώρα. Μα μονίμως κάτι λείπει.
Τότε ήμασταν μικροί: αγνοί και καθαροί.
Τότε που ήμασταν μικροί είχαμε μια καρδιά- να- τόσο μεγάλη.

Τζινγκλ Μπελς

Έρχονται τα Χριστούγεννα. Δηλαδή η ημέρα που γεννήθηκε ο Χριστός. Δηλαδή ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου του έτους... 0. Δε θυμάμαι ακριβώς, μα πρέπει να ήταν στις 5:22 τα ξημερώματα.
Έρχεται και η Πρωτοχρονιά. Πρόσεχε τι θα κάνεις την πρώτη αυτή ημέρα του έτους, διότι μετά θα είσαι καταδικασμένος να κάνεις τα ίδια πράγματα για τις επόμενες 364 μέρες, λένε. Α, ναι. Βάλε και κόκκινο βρακί, ειδάλλως τύχη μην περιμένεις για το 2015.
Έρχεται η γαλοπούλα! Τι; Δεν είναι «δικό μας» έθιμο αυτό; Δεν πειράζει. Ο άνθρωπος προέρχεται απ' τον πίθηκο και άρα οφείλουμε να μιμούμαστε τους άλλους, επομένως να φάμε κι εμείς γαλοπούλα τα Χριστούγεννα. Άλλωστε είναι φαγητό. Και γι΄ αυτό είναι οι γιορτές, για να μπουκώνουμε στόματα, στομάχια και μυαλά.
Εντάξει όμως, ας το παραδεχτούμε. Είναι όμορφα τα στολισμένα με λαμπιόνια μπαλκόνια (αν και συνήθως λίγο κιτς), οι οικογενειακές μαζώξεις (καλά ντε, όχι πάντα), το μασκαρεμένο έλατο (κι αυτό«κλεμμένο») και τα χαρούμενα παιδάκια (αν δεν έχεις κάποια μακρινή- ή και κοντινή- συγγένεια με τον Ηρώδη).
Και, τέλος πάντων, ας μου εξηγήσει κάποιος χριστιανός τη φάση με τον κρίνο, τον λόγο που τα κάλαντα είναι τόσο απαίσια και γιατί τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες είναι τόσο παχυντικά.
Βέβαια, αν με ρωτήσεις ποια είναι η αγαπημένη μου γιορτή η απάντηση μου θα' ναι τα Χριστούγεννα, και μάλιστα με καμία δόση ειρωνείας.
Χρόνια πολλά- χρόνια καλά, και ό,τι σας- μας φωτίσει ο Θεός.

Θυμάσαι;

Θυμάσαι;
Μου 'δινες το χέρι ν' ανέβω στα βραχάκια, λες και δεν μπορούσα μόνη μου.
«Τα φιλιά σου μ' έκαναν να νιώσω όμορφα και οικεία»
«ΙΚΕΑ;»
Πάντα η ίδια ιστορία.
Εσύ να λες κι εγώ να ξε-λέω.
Εσύ να κάνεις ένα βήμα να με πιάσεις κι εγώ να ξεγλιστρώ με τρόπο απίθανο και μάλιστα με βήματα προς τα πίσω.
Εσύ να με κοιτάς στα μάτια κι εγώ να κοιτώ πίσω σου το ινδιάνικο άγαλμα και να λέω τι όμορφο μου είναι.
Εσύ να γελάς κι εγώ να χαμογελάω.
Εσύ να ρωτάς κι εγώ να μην απαντάω.
«Θα μ' αφήσεις να σου κάνω έρωτα για πάντα;»
«Τι εννοείς για πάντα;»
Έτσι, δυο λέξεις μόνο έλεγα, όσες χρειαζόταν για να χαλάσω τη στιγμή.
Γιατί; Γιατί σιγά να μην ήταν αληθινά. Γιατί σιγά μην άντεχα αν ήξερα ότι είναι ή ότι δεν είναι.
Υπεκφυγές.
Κι έπειτα φεύγω. Και ξαναγυρνώ. Και τα μπλέκω όλα και τα ξεμπλέκω.
Κι εσύ στωικά να τα δέχεσαι όλα και να με περιμένεις με ανοιχτή αγκαλιά.
Μα πόσο μ' αγαπάει, έλεγα.
Μα πόσο αδιαφορούσε, λέω.
Θυμάσαι;
Μου' δινες το χέρι ν' ανέβω τα βραχάκια, λες και δεν μπορούσα μόνη μου.
Όταν θέλησα να κατέβω, ξέρεις, δεν μπόρεσα μόνη μου κι έπεσα.
Αλλά πως να το θυμάσαι αυτό, δεν ήσουν πια εκεί.

Κανείς δεν είναι μόνος

Κανείς δεν είναι μόνος. Επειδή όλοι είναι.
Ανούσιες συζητήσεις και γέλια και συναντήσεις και χειραψίες.
Πηγαίνεις σε καφέ και σε μπαρ και συζητάς. Ανταλλάσεις βλέμματα με  γνωστούς και αγνώστους. Οι φίλοι, σου γνωρίζουν φίλους. Και μιλάτε. Μιλάτε, μιλάτε. Για τον εαυτό σας, για τον εαυτό τους, για τους άλλους, για την κοινωνία- που δεν υπάρχει.
Και μετά τι; Μετά βγαίνεις απ’ το καφέ/μπαρ και είσαι πάλι μόνος. Όπως ήσουν και μέσα, αλλά αυτό δεν το καταλαβαίνουν όλοι. Επιστρέφεις στο σπίτι σου ή πνίγεσαι σε δουλείες (ο τόνος εσκεμμένα έφυγε κατά λάθος στο -ί-) κι έτσι ξεχνάς για λίγο ότι είσαι μόνος.
Και τι βγαίνει απ΄ όλες τις συζητήσεις; Συναντιέσαι χωρίς να υπάρχει ουσιαστική συνάντηση.
Ο έρωτας. Ο Κορτάσαρ έγραψε ότι «κάνουμε έρωτα όπως δυο μουσικοί που συναντιούνται για να παίξουν μια σονάτα. Έτσι είναι: απ΄ τη μια μεριά το πιάνο, απ΄την άλλη το βιολί κι από τη συνεργασία τους ξεπηδάει η σονάτα, κατά βάθος όμως εμείς δεν συναντιόμαστε». Είναι όμορφη η σονάτα. Και;
Κανείς δεν δίνει δεκάρα για να σε συναντήσει πραγματικά. Και πώς θα το πετύχαινε, δεν γίνεται να σπάσει ο κλοιός της μοναξιάς που περιβάλλει την οντότητα του ανθρώπου. Η κοινωνία είναι μια ψευδαίσθηση.
Συζητήσεις, συναλλαγές, χαμόγελα. Χαμογελάς. Δεκάρα; Μα τώρα έχουμε ευρώ– για πόσο; Δεν βαριέσαι, δεν έχει σημασία.
Και τι έχει, άλλωστε.